- επιγεννητός
- ἐπιγεννητός, -ή, -όν και επιγέννητος, -ον (AM) [επιγεννώ]υστερογενήςαρχ.αυτός που δημιουργείται, σχηματίζεται επάνω σε κάτι άλλο («ἐπιγεννητὴ ύδροκήλη»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιγεννητόν — ἐπιγεννητός formed above masc/fem acc sg ἐπιγεννητός formed above neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγεννητοῦ — ἐπιγεννητός formed above masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)